Greek Meaning of muzziness

θόλωμα

Other Greek words related to θόλωμα

Definitions and Meaning of muzziness in English

Webster

muzziness (n.)

The state or quality of being muzzy.

FAQs About the word muzziness

θόλωμα

The state or quality of being muzzy.

ασαφής,ασαφής,ασαφές,ασαφής,συγκεχυμένος,μυστηριώδης,Αόριστος,σιωπηρός,ασαφής,απορίας άξιο

σαφής,ορισμένος,άμεσο,σαφής,ειλικρινής,προφανής,ανοιχτό,συγκεκριμένος,ίσιος,ειλικρινής

muztagh => μουσταγκ, muztag => Μουσταγκάτα, muzjik => χωρικός, muzhik => αγρότης, muzarabic => μωζαράβικο,