Greek Meaning of leashing

λουριά

Other Greek words related to λουριά

Definitions and Meaning of leashing in English

Webster

leashing (p. pr. & vb. n.)

of Leash

FAQs About the word leashing

λουριά

of Leash

υποχρεωτικός,μαστίγωμα,γρυλίζοντας,σωματώδης,δέσιμο,δέσιμο,καλωδίωση,σύσφιξη,σχοινί,σύνδεση μέσω ενός δικτύου

ακύρωση,απελευθερώνοντας,αποδέσμευση,ξεμπέρδεμα,απόδεση,Αποκάλυψη,ξεκούμπωμα,λύσιμο,απελευθερώνω,ξετύλιγμα

leashed => Δεμένος, leash => λουρί, leaser => εκμισθωτής, lease-lend => Δανεισμός-εκμίσθωση, leaseholder => Ενοικιαστής,