FAQs About the word unlacing

λύσιμο

to loose by undoing a lacing, undo, disgrace

ξέπλεγμα,ξεκούμπωμα,λύσιμο,αποδέσμευση,ξεμπέρδεμα,Raveling,ξετύλιγμα,απόδεση,ακύρωση,απελευθέρωση

υποχρεωτικός,στερέωση,μαστίγωμα,δέσιμο,περιέλιξη,πλέξιμο,Εμπλοκή,κόμπος,κορδόνια,δέσιμο

unlaces => Ξεδένω, unknowability => Αγνωστικισμός, unknotting => λύσιμο κόμπου, unknotted => αξεπέραστος, unkinked => ξεμπλοκαρισμένο,