Greek Meaning of short-circuiting

Βραχυκύκλωμα

Other Greek words related to Βραχυκύκλωμα

Definitions and Meaning of short-circuiting in English

Webster

short-circuiting (p. pr. & vb. n.)

of Short-circuit

FAQs About the word short-circuiting

Βραχυκύκλωμα

of Short-circuit

ντροπιαστικός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,αποκλεισμός,απόφραξη,περιοριστική,καθυστέρηση,ανησυχητικός

βοήθεια,βοήθεια,εκκαθάριση,διευκολυντικό,βοηθητικός,άνοιγμα,ενθαρρυντικός,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,χαλάρωση

short-circuited => βραχυκυκλωμένο, short-circuit => βραχυκύκλωμα, short-change => αδικώ, shortcake => Σορτκέικ, short-breathed => δύσπνοος,