Greek Meaning of short-circuiting
Βραχυκύκλωμα
Other Greek words related to Βραχυκύκλωμα
- ντροπιαστικός
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- αποκλεισμός
- απόφραξη
- περιοριστική
- καθυστέρηση
- ανησυχητικός
- επιβαρυντικός
- χειροπέδες
- αναπηρία
- Κούτσαινε
- ανασταλτικός
- συγκρατημένος
- δεσμώτης
- ματαιώνοντας
- Περιορισμός
- δέσιμο
- κράμπες
- δεσμευτικό
- δέσιμο χοίρων
- παρεμβαίνω (σε)
- εμποδίζοντας
- δέσιμο
- συναρπαστικός
- απορίας άξιο
- αντίσταση
- οδοφράγματα
- υποχρεωτικός
- Αποκλεισμός
- αλυσοποίηση
- έλεγχος
- ασφυξία
- περιοριστικός
- κράσπεδο
- εκτροχιάζοντας
- απορρόφηση
- απογοητευτικός
- τρεμάμενος
- λουριά
- αλυσοδένοντας
- κολλημένος
- φίμωση
- Ρινινγκ
- καταπιεστικός
- διατήρηση
- Καθυστερημένος
- ασφυκτικός
- αποπνικτικός
- εκπληκτικά
- ασφυκτικός
- σύνδεση μέσω ενός δικτύου
- περιοριστικός
- δέσιμο
- βάλτωμα
- φρενάρισμα
- Στένω ο στύλ κάποιου
- δίνει δύσκολο χρόνο
- συγκράτηση
- κρατώντας
- εμπόδιο
- σαμποτάροντας
- κατασταλτικός
- δέσιμο
Nearest Words of short-circuiting
Definitions and Meaning of short-circuiting in English
short-circuiting (p. pr. & vb. n.)
of Short-circuit
FAQs About the word short-circuiting
Βραχυκύκλωμα
of Short-circuit
ντροπιαστικός,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,αποκλεισμός,απόφραξη,περιοριστική,καθυστέρηση,ανησυχητικός
βοήθεια,βοήθεια,εκκαθάριση,διευκολυντικό,βοηθητικός,άνοιγμα,ενθαρρυντικός,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,χαλάρωση
short-circuited => βραχυκυκλωμένο, short-circuit => βραχυκύκλωμα, short-change => αδικώ, shortcake => Σορτκέικ, short-breathed => δύσπνοος,