Greek Meaning of shortfall
έλλειμμα
Other Greek words related to έλλειμμα
Nearest Words of shortfall
- shortfin mako => Σκουαλόψαρο με κοντό ραχιαίο πτερύγιο
- shortgrass => κοντό γρασίδι
- short-grass => Χορτολιβαδικό
- short-haired => κοντότριχος
- shorthand => Στενογραφία
- shorthand typist => Ταχυγράφος
- short-handed => υποστελεχωμένος
- short-handled => κοντομάνικο
- shorthead => βραχυκέφαλος
- short-headed => κοντοκέφαλος
Definitions and Meaning of shortfall in English
shortfall (n)
the property of being an amount by which something is less than expected or required
FAQs About the word shortfall
έλλειμμα
the property of being an amount by which something is less than expected or required
έλλειψη,έλλειμμα,ατέλεια,κενό,τρύπα,ατέλεια,ανεπάρκεια,ατελής,ανεπάρκεια,έλλειψη
Πληρότητα,πληρότης
shortening => συντόμευση, shortener => συντομευτής, shortened => συντομευμένο, shorten => βραχύνω, short-eared => κοντόαυχο,