Greek Meaning of shorthead
βραχυκέφαλος
Other Greek words related to βραχυκέφαλος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of shorthead
- short-handled => κοντομάνικο
- short-handed => υποστελεχωμένος
- shorthand typist => Ταχυγράφος
- shorthand => Στενογραφία
- short-haired => κοντότριχος
- short-grass => Χορτολιβαδικό
- shortgrass => κοντό γρασίδι
- shortfin mako => Σκουαλόψαρο με κοντό ραχιαίο πτερύγιο
- shortfall => έλλειμμα
- shortening => συντόμευση
- short-headed => κοντοκέφαλος
- shorthorn => Σορthorn
- short-horned grasshopper => ακρίδα κοντόκερη
- shortia => Σορτία
- shortia galacifolia => Σορτιά γαλαξιφύλλα
- shortish => κοντό
- short-jointed => βραχύγλουτος
- shortleaf pine => Πεύκη του έλους
- short-leaf pine => Πεύκο με κοντά φύλλα
- shortleaf yellow pine => Pinus echinata
Definitions and Meaning of shorthead in English
shorthead (n.)
A sucking whale less than one year old; -- so called by sailors.
FAQs About the word shorthead
βραχυκέφαλος
A sucking whale less than one year old; -- so called by sailors.
No synonyms found.
No antonyms found.
short-handled => κοντομάνικο, short-handed => υποστελεχωμένος, shorthand typist => Ταχυγράφος, shorthand => Στενογραφία, short-haired => κοντότριχος,