Greek Meaning of shortener

συντομευτής

Other Greek words related to συντομευτής

Definitions and Meaning of shortener in English

Wordnet

shortener (n)

any agent that shortens

Webster

shortener (n.)

One who, or that which, shortens.

FAQs About the word shortener

συντομευτής

any agent that shortensOne who, or that which, shortens.

συντομογραφία,Συντομεύω,περικόπτω,μειώνω,αποκόπτω,μείωση,συμπιέζω,κόβω,μειώνω,Μείωση

επιμηκύνω,επεκτείνω,επεκτείνω,αύξηση,επιμηκύνω,παρατείνω,Προσθήκη,ενισχύω,αυξάνω,ενισχύω

shortened => συντομευμένο, shorten => βραχύνω, short-eared => κοντόαυχο, short-dated => Βραχυπρόθεσμος, shortcut => συντόμευση,