Greek Meaning of tieing up
δέσιμο
Other Greek words related to δέσιμο
- αποκλεισμός
- εμποδίζοντας
- Περιορισμός
- δίνει δύσκολο χρόνο
- συγκράτηση
- κρατώντας
- παρεμβαίνω (σε)
- ασφυξία
- απόφραξη
- καθυστέρηση
- ανησυχητικός
- ντροπιαστικός
- επιβαρυντικός
- χειροπέδες
- αναπηρία
- εμποδίζοντας
- Κούτσαινε
- εμποδίζοντας
- ανασταλτικός
- αλυσοδένοντας
- εμποδίζοντας
- δεσμώτης
- Βραχυκύκλωμα
- περιοριστικός
- δέσιμο
- βάλτωμα
- φρενάρισμα
- κράμπες
- Στένω ο στύλ κάποιου
- δεσμευτικό
- εμποδίζοντας
- δέσιμο
- συναρπαστικός
- αντίσταση
- οδοφράγματα
- υποχρεωτικός
- Αποκλεισμός
- αλυσοποίηση
- έλεγχος
- περιοριστικός
- περιοριστική
- κράσπεδο
- εκτροχιάζοντας
- απορρόφηση
- απογοητευτικός
- τρεμάμενος
- λουριά
- κολλημένος
- Ρινινγκ
- συγκρατημένος
- διατήρηση
- Καθυστερημένος
- αποπνικτικός
- ασφυκτικός
- σύνδεση μέσω ενός δικτύου
- ματαιώνοντας
- Αντιστάθμιση κινδύνου (σε)
- στρίφωμα
- δέσιμο χοίρων
- εμπόδιο
- σαμποτάροντας
Nearest Words of tieing up
Definitions and Meaning of tieing up in English
tieing up
to keep busy, to place or invest in such a manner as to make unavailable for other purposes, to have a relationship with something else, to assume a definite relationship, to keep from working or going, to fasten securely, a mooring place for a boat, connection sense 2, association, to wrap up and fasten, to restrain from normal movement, operation, or progress, a slowing or stopping especially of traffic or business, to use in such a manner as not to be available for other purposes, to connect closely, connection, association, dock entry 2, to attach, fasten, or bind securely, a slowdown or stoppage of traffic, business, or operation (as by a mechanical breakdown), a space for a single cow in a stable, a cow stable, to cause to be linked so as to depend on or relate to something, to preempt the use of
FAQs About the word tieing up
δέσιμο
to keep busy, to place or invest in such a manner as to make unavailable for other purposes, to have a relationship with something else, to assume a definite re
αποκλεισμός,εμποδίζοντας,Περιορισμός,δίνει δύσκολο χρόνο,συγκράτηση,κρατώντας,παρεμβαίνω (σε),ασφυξία,απόφραξη,καθυστέρηση
βοήθεια,βοήθεια,διευκολυντικό,βοηθητικός,άνοιγμα,εκκαθάριση,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,ανοίγοντας δρόμο
tieing in => δέσιμο, tieing => δέσιμο, tied-up => δεμένος, tied into => συνδεδεμένο με, tied in => δεμένος,