Greek Meaning of reinspect

Επανελέγχω

Other Greek words related to Επανελέγχω

Definitions and Meaning of reinspect in English

Webster

reinspect (v. t.)

To inspect again.

FAQs About the word reinspect

Επανελέγχω

To inspect again.

αναλύω,κατηγοριοποιώ,Ταξινομήσω,εμβαθύνω (σε κάτι),εξερευνώ,ελέγχω,Διερευνώ,επιλέγω,κατακόρυφος,ανιχνευτής

νοσταλγώ,σκίμαζω,ματιά (σε ή πάνω από)

reinsertion => επανένταξη, reinsert => Επαναεισαγωγή, reins => ηνία, reinless => χαλινάρι, reining => Ρινινγκ,