FAQs About the word raggedly

κουρελιασμένος

in a ragged uneven manner, in a ragged irregular manner, with a ragged and uneven appearance

οδοντωτό,σπασμένο,απότομος,ατημέλητος,κοκαλιάρης,ανώμαλος,Χοντρός,σκληρός,ακανόνιστος,μη ομοιόμορφο

Καθαρός,ακόμα,τακτικός,λείο,μαλακός,στολή,επίπεδος,άφθαρτος,FLUSH,επίπεδο

ragged-fringed orchid => Ορχιδέα με ακανόνιστες παρυφές, ragged robin => χιονόδοξα, ragged orchis => Ορχιδέα κουρελιασμένη, ragged orchid => Οφρυς η ζωηφόρος, ragged => κουρελιασμένος,