FAQs About the word saw-toothed

οδοντωτός

notched like a saw with teeth pointing toward the apexHaving a tooth or teeth like those of a saw; serrate.

οδοντωτό,οδοντωτό,οδοντωτός,Κυματοειδής,κουρελιασμένος,συσπειρωμένος

επίπεδος,λείο

sawtooth => πριονωτό, saw-set => Αλυσοπρίονο, sawpit => Πριονιστήριο, sawn-off => κομμένο, sawneb => πριόνι,