Greek Meaning of ragging

Ράγκινγκ

Other Greek words related to Ράγκινγκ

Definitions and Meaning of ragging in English

Webster

ragging (p. pr. & vb. n.)

of Rag

FAQs About the word ragging

Ράγκινγκ

of Rag

Κατηγορείν,ομιλητής,Επιπλήττω,επίπληξη,κριτικός,νουθετώντας,επιτιθέμενος,πότισμα,Ξεφωνίζω,μαλώνω

Εγκριτικός,επικύρωση,επικυρώνοντας,επιβάλλων κυρώσεις,εξυμνώντας,επαινετικός,επαινετικό

raggie => κουρέλι, raggedness => φτωχόσπιτο, raggedly => κουρελιασμένος, ragged-fringed orchid => Ορχιδέα με ακανόνιστες παρυφές, ragged robin => χιονόδοξα,