Greek Meaning of berating
μαλώνω
Other Greek words related to μαλώνω
Nearest Words of berating
Definitions and Meaning of berating in English
berating (n)
a severe rebuke
berating (p. pr. & vb. n.)
of Berate
FAQs About the word berating
μαλώνω
a severe rebukeof Berate
τιμωρία,καταδίκη,κριτική,καταγγελία,ύβρις,μαστίγωμα,Επίπληξη,Επίπληξη,επίπληξη,επίπληξη
Έγκριση,αναφορά,Εγκώμιο,επικήδειος λόγος,φόρος τιμής,τιμή,πανηγυρικός,Έπαινος,Φόρος τιμής,εκδήλωση θαυμασμού
berated => επικρίθηκε, berate => επιπλήττειν, beraining => βροχερός, berained => βροχή, berain => Μπεραίν,