Greek Meaning of reproof
επίπληξη
Other Greek words related to επίπληξη
Nearest Words of reproof
- reproductive cloning => Αναπαραγωγική κλωνοποίηση
- reproduction cost => Κόστος αναπαραγωγής
- reproduction => Αναπαραγωγή
- reproducibly => αναπαραγώγιμος
- reproducible => Αναπαραγώγιμος
- reproducibility => Αναπαραγωγιμότητα
- reproducer => Αναπαραγωγός
- reproduce => αναπαράγω
- reprocess => επεξεργασία
- reprobatory => κατακριτικός
Definitions and Meaning of reproof in English
reproof (n)
an act or expression of criticism and censure
reproof (v)
take to task
reproof (n.)
Refutation; confutation; contradiction.
An expression of blame or censure; especially, blame expressed to the face; censure for a fault; chiding; reproach.
FAQs About the word reproof
επίπληξη
an act or expression of criticism and censure, take to taskRefutation; confutation; contradiction., An expression of blame or censure; especially, blame express
μομφή,καταδίκη,Επίπληξη,τιμωρία,απειλή,κριτική,καταγγελία,εκδορά,διάλεξη,τιμωρία
αναφορά,επαίνους,Επικύρωση,εγκριση,Έπαινος,Φόρος τιμής,επευφημία,Έγκριση,Εγκώμιο,επικήδειος λόγος
reproductive cloning => Αναπαραγωγική κλωνοποίηση, reproduction cost => Κόστος αναπαραγωγής, reproduction => Αναπαραγωγή, reproducibly => αναπαραγώγιμος, reproducible => Αναπαραγώγιμος,