Greek Meaning of reproducible
Αναπαραγώγιμος
Other Greek words related to Αναπαραγώγιμος
Nearest Words of reproducible
Definitions and Meaning of reproducible in English
reproducible (a)
capable of being reproduced
FAQs About the word reproducible
Αναπαραγώγιμος
capable of being reproduced
φυλή,πολλαπλασιάζω,Παραγωγή,διαδώ,παράγω,Γονιμοποιώ,γεννάω.,αρκούδα,γεννάω,προκαλώ
Δημιουργήσετε,προέρχομαι,φαντάζομαι,αρχίζω,εφεύρω
reproducibility => Αναπαραγωγιμότητα, reproducer => Αναπαραγωγός, reproduce => αναπαράγω, reprocess => επεξεργασία, reprobatory => κατακριτικός,