Greek Meaning of lacing (into)

δέσιμο παπουτσιών (μέσα)

Other Greek words related to δέσιμο παπουτσιών (μέσα)

Definitions and Meaning of lacing (into) in English

lacing (into)

No definition found for this word.

FAQs About the word lacing (into)

δέσιμο παπουτσιών (μέσα)

εφορμώντας,επιτιθέμενος,Ξεφωνίζω,Κατηγορείν,καταγγέλλοντας,επίπληξη,σφάλμα,χτύπημα,μαστίγωμα,τηγάνισμα

Εγκριτικός,επικύρωση,επιβάλλων κυρώσεις,εξυμνώντας,επικυρώνοντας,επαινετικός,επαινετικό

laces => κορδόνια, lacerations => εκδορές, lacerates => σχίζει, laced (into) => δαντελωμένο (σε), lace (into) => Δαντέλα (μέσα σε),