Greek Meaning of lace (into)

Δαντέλα (μέσα σε)

Other Greek words related to Δαντέλα (μέσα σε)

Definitions and Meaning of lace (into) in English

lace (into)

No definition found for this word.

FAQs About the word lace (into)

Δαντέλα (μέσα σε)

Κακοποίηση,ενοχή,επικρίνω,σταυρώνω,προσβάλλω,λάθος,ρήτρα,χτυπάω,Μάστιγα,τηγάνι

εγκρίνω,Εγκρίνει,εγκρίνω,κυρώσεις,Έπαινος,εξυμνώ,Επαινεῖν,εξυμνώ

labors => πόνοι, laborers => εργάτες, labor camps => στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, labels => ετικέτες, la dolce vita => la dolce vita (Greek: η dolce vita),