FAQs About the word kvetches

γκρινιάζει

complaint sense 1, a habitual complainer, to complain habitually

Μωρά,Γκρινιάρηδες.,καβούρια,γκρινιάρηδες,γκρινιάρηδες,οι γκρινιάρηδες,κλαψιάρηδες,,μουρτζούφλης,δυσαρεστημένοι

Χαρούμενοι κατασκηνωτές

kvetcher => γκρινιάρης, kvetched => γκρίνιαζε, kvelling => καυχιέμαι, kvelled => καυχιόταν, kvell => καμαρώνω,