FAQs About the word kvetching

γκρινιάζω

complaint sense 1, a habitual complainer, to complain habitually

παραπονούμενος,γκρινιάρης,γκρίνια,διαμαρτυρόμενος,φασαρία,κραυγάζοντας,παράπονο,Ανυπόμονος,δυσανεκτός,αδιάλλακτος

μόνιμος,Αποδεκτός,ανθεκτικός,ασθενής,ανεκτικός,πρόθυμος,ανεκτικός,συγχωρητικός,επιεικής,μακρόθυμος

kvetches => γκρινιάζει, kvetcher => γκρινιάρης, kvetched => γκρίνιαζε, kvelling => καυχιέμαι, kvelled => καυχιόταν,