Greek Meaning of reaming (out)

βρισιά (έξω)

Other Greek words related to βρισιά (έξω)

Definitions and Meaning of reaming (out) in English

reaming (out)

to reprimand severely

FAQs About the word reaming (out)

βρισιά (έξω)

to reprimand severely

Ξεφωνίζω,επίπληξη,επίπληξη,ομιλητής,Επιπλήττω,επίπληξη,κάλεσμα κάτω,κιγκλίδωμα (στους ή απέναντι),εξαλμένος (με),νουθετώντας

Εγκριτικός,επικύρωση,επιβάλλων κυρώσεις,εξυμνώντας,επικυρώνοντας,επαινετικός,επαινετικό

reamed (out) => διάνοιξε (έξω), ream (out) => (επιπλήττω), real-world => πραγματικός, realties => πραγματικότητες, realms => Βασίλεια,