Greek Meaning of reapplied
επανεφαρμόστηκε
Other Greek words related to επανεφαρμόστηκε
- αντιμετωπίσαμε
- εφαρμοσμένο
- αφοσιωμένος
- (ορίζω)
- λυγισμένος
- λυγισμένος
- απασχολημένος
- αφοσιωμένος
- ανήσυχος
- αρραβωνιασμένος
- ασκούσε
- εξαντλημένος
- έδωσε
- εμπλεκόμενος
- εγκατεστημένος
- δαπανηθεί
- αγχωμένος
- φορολογείται
- συνέχισε
- έδαφος
- έσπευσε
- Βάστηξε την πλάτη
- Προσδεδεμένος (μακριά)
- συνέβαλε
- οργωμένο
- Συνδεδεμένο
- βυθισμένος (σε)
- σβήνω
- τεταμένος
- ανήσυχος
- Φθαρμένος
- εργάστηκε
- σφυρηλατημένο
Nearest Words of reapplied
Definitions and Meaning of reapplied in English
reapplied
to apply for a second or subsequent time, to make a new appeal or request especially in the form of a written application, to lay or spread (something) on again
FAQs About the word reapplied
επανεφαρμόστηκε
to apply for a second or subsequent time, to make a new appeal or request especially in the form of a written application, to lay or spread (something) on again
αντιμετωπίσαμε,εφαρμοσμένο,αφοσιωμένος,(ορίζω),λυγισμένος,λυγισμένος,απασχολημένος,αφοσιωμένος,ανήσυχος,αρραβωνιασμένος
καθυστερείν,αργοπορώ,έκανε βλακείες,ανόητα,αδρανής,Χαντάκησε,παίζεται,Μαστόρευε (γύρω),περιπαίζω,δίστασε
reappearing => επανεμφανιζόμενος, reappeared => Εμφανίστηκε ξανά, reapers => θεριστές, reanimations => ανάνηψη, reanimating => αναζωογονητικός,