Greek Meaning of busied

απασχολημένος

Other Greek words related to απασχολημένος

Definitions and Meaning of busied in English

Webster

busied (imp. & p. p.)

of Busy

FAQs About the word busied

απασχολημένος

of Busy

γοητευμένος,εμβαπτισμένος,ενδιαφέρομαι,περιέργως,εμπλεκόμενος,κατειλημμένος,απορροφάται,ελκυσμένος,μπερδεμένος,αποσπασμένος

βαρετό,κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,Ξεθώριασε

bushytail woodrat => Δασικός αρουραίος με φουντωτή ουρά, bushy aster => αστεράκια πυκνόφυλλα, bushy => κατάφυτος, bushwhacking => υλοτομίες, bushwhacker => ληστήρας,