Greek Meaning of busied
απασχολημένος
Other Greek words related to απασχολημένος
- γοητευμένος
- εμβαπτισμένος
- ενδιαφέρομαι
- περιέργως
- εμπλεκόμενος
- κατειλημμένος
- απορροφάται
- ελκυσμένος
- μπερδεμένος
- αποσπασμένος
- γοητευμένος
- αρραβωνιασμένος
- απορροφημένος
- κατενθουσιασμένος
- τυλιγμένος
- σφιχτό
- προβληματισμένος
- ελκυστικό
- Γοητευμένος
- μαγεμένος
- αιχμάλωτος
- τράβηξε την προσοχή του
- έπιασε
- γοητευμένος
- σφετερίστηκε
- υπνωτισμένος
- μαγεμένος
- μονοπωλημένο
- εμμονικός
Nearest Words of busied
- busily => αδιάκοπα
- business => επιχείρηση
- business activity => επιχειρηματική δραστηριότητα
- business address => Δiεύθυνση επαγγελματικής εγκατάστασης
- business agent => Επιχειρηματικός πράκτορας
- business card => επαγγελματική κάρτα
- business college => Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων
- business community => επιχειρηματική κοινότητα
- business concern => Επιχειρηματική ανησυχία
- business cycle => Οικονομικός κύκλος
Definitions and Meaning of busied in English
busied (imp. & p. p.)
of Busy
FAQs About the word busied
απασχολημένος
of Busy
γοητευμένος,εμβαπτισμένος,ενδιαφέρομαι,περιέργως,εμπλεκόμενος,κατειλημμένος,απορροφάται,ελκυσμένος,μπερδεμένος,αποσπασμένος
βαρετό,κουρασμένος,κουρασμένος,κουρασμένος,Ξεθώριασε
bushytail woodrat => Δασικός αρουραίος με φουντωτή ουρά, bushy aster => αστεράκια πυκνόφυλλα, bushy => κατάφυτος, bushwhacking => υλοτομίες, bushwhacker => ληστήρας,