Greek Meaning of bushwhack
ενέδρα
Other Greek words related to ενέδρα
- ενέδρα
- επιδρομή
- καταιγίδα
- Απεργία
- περικυκλωμένος
- χρέωση
- ορμάω
- βιασύνη
- αποφασισμένος να
- σικ
- άρρωστος, -η, -ο
- σμήνος
- Σκίζω
- διέγερση
- κατεβαίνω (πάνω ή πάνω)
- πετάξει σε
- Μπαίνω μέσα (σε)
- πήδα (σε)
- γύρος
- ρυθμισμένο σε
- ενέδρα
- Πυροχαρής
- Ζύμη
- πολιορκώ
- Μπλιτς
- Μπουφές
- κανόνι
- Κανονιοβολισμός
- πλευρά
- επιδρομή
- Χάρι
- λάφυρα
- όχλος
- Φλυτζάνι
- Πυρηνικά
- Κατακλύζω
- λεηλασία
- γύψος
- λεηλασία
- καταστροφή
- Σακί
- έκπληξη
- ενέδρα
- αιφνιδιαστική εισβολή
- Ενωθείτε (ενάντια σε κάποιον)
- πάω σε
- φως μέσα
- έκπληξη
Nearest Words of bushwhack
- bushwhacker => ληστήρας
- bushwhacking => υλοτομίες
- bushy => κατάφυτος
- bushy aster => αστεράκια πυκνόφυλλα
- bushytail woodrat => Δασικός αρουραίος με φουντωτή ουρά
- busied => απασχολημένος
- busily => αδιάκοπα
- business => επιχείρηση
- business activity => επιχειρηματική δραστηριότητα
- business address => Δiεύθυνση επαγγελματικής εγκατάστασης
Definitions and Meaning of bushwhack in English
bushwhack (v)
wait in hiding to attack
live in the bush as a fugitive or as a guerilla
cut one's way through the woods or bush
FAQs About the word bushwhack
ενέδρα
wait in hiding to attack, live in the bush as a fugitive or as a guerilla, cut one's way through the woods or bush
ενέδρα,επιδρομή,καταιγίδα,Απεργία,περικυκλωμένος,χρέωση,ορμάω,βιασύνη,αποφασισμένος να,σικ
εξώφυλλο,Αμύνω,προστατεύω,ασφαλής,Φύλακας,ασπίδα
bushtit => Τίτμη, bushranger => Μπούσραντζερ, bushnell => Μπούσνελ, bushment => ενέδρα, bushmen => Μπουςμέν,