Greek Meaning of bum-rush
αιφνιδιαστική εισβολή
Other Greek words related to αιφνιδιαστική εισβολή
- ενέδρα
- όχλος
- επιδρομή
- βιασύνη
- αποφασισμένος να
- άρρωστος, -η, -ο
- σμήνος
- διέγερση
- κατεβαίνω (πάνω ή πάνω)
- Πυροχαρής
- περικυκλωμένος
- Μπλιτς
- Μπουφές
- ενέδρα
- κανόνι
- χρέωση
- Φλυτζάνι
- Πυρηνικά
- Σακί
- σικ
- καταιγίδα
- Απεργία
- έκπληξη
- ενέδρα
- Ενωθείτε (ενάντια σε κάποιον)
- Μπαίνω μέσα (σε)
- πήδα (σε)
- ενέδρα
- Ζύμη
- πολιορκώ
- πολιορκώ
- Κανονιοβολισμός
- επιδρομή
- Χάρι
- λάφυρα
- Κατακλύζω
- λεηλασία
- γύψος
- λεηλασία
- Τύπος
- καταστροφή
- έκπληξη
Nearest Words of bum-rush
Definitions and Meaning of bum-rush in English
bum-rush
to attack or seize with an overpowering rush
FAQs About the word bum-rush
αιφνιδιαστική εισβολή
to attack or seize with an overpowering rush
ενέδρα,όχλος,επιδρομή,βιασύνη,αποφασισμένος να,άρρωστος, -η, -ο,σμήνος,διέγερση,κατεβαίνω (πάνω ή πάνω),Πυροχαρής
εξώφυλλο,Αμύνω,προστατεύω,ασφαλής,Φύλακας,ασπίδα
bumps => Εξογκώματα, bumpkins => Επαρχιώτες, bumping into => Προκρούοντας σε, bumping (up) => χτύπημα (πάνω), bumpers => Προφυλακτήρες,