FAQs About the word bundling up

συσκευασία**‎

to dress (someone) warmly, to dress warmly

ένδυση,Διακόσμηση,ρούχα,ντύσιμο,φορώντας,Ιστιοφορία,γλιστράω (πάνω ή μέσα),ρίψη (σε),εξαπάτηση,ένδυση

Απομάκρυνση,Απογείωση,απόσυρση,αφαιρώ,Γδύσιμο

bundles => δέματα, bundled up => τυλιγμένος σε πακέτο, bunches => ματσάκια, bum's rushes => καλάμια, bum's rush => άμεση αποβολή,