Greek Meaning of bumped (up)

έπεσε (πάνω)

Other Greek words related to έπεσε (πάνω)

Definitions and Meaning of bumped (up) in English

bumped (up)

to move (something or someone) to a higher level, position, rank, etc.

FAQs About the word bumped (up)

έπεσε (πάνω)

to move (something or someone) to a higher level, position, rank, etc.

Ενισχυμένο,κατασκευασμένος,αυξημένος,γεμάτος,προστέθηκε (στο),μεγιστοποιημένος,Αυξημένο,κλιμακωτός,επιταχυνόμενος,μεγαλοποιημένος

μειωμένος,ελαττωμένος,λιγότερο,μειωμένος,ελαχιστοποιημένος,μειωμένη,αφαιρείται (από),μειώθηκε,συντομευμένος,συντομευμένο

bump (up) => ανεβαίνω, bumming (out) => βαρετό, bummers => μπελάδες, bummed (out) => απογοητευμένος, bummed (around) => απογοητευμένος (γύρω),