Greek Meaning of set on

αποφασισμένος να

Other Greek words related to αποφασισμένος να

Definitions and Meaning of set on in English

Wordnet

set on (v)

attack someone physically or emotionally

FAQs About the word set on

αποφασισμένος να

attack someone physically or emotionally

επιδρομή,καταιγίδα,Απεργία,διέγερση,κατεβαίνω (πάνω ή πάνω),Μπαίνω μέσα (σε),πήδα (σε),ρυθμισμένο σε,ενέδρα,περικυκλωμένος

εξώφυλλο,Αμύνω,προστατεύω,ασφαλής,Φύλακας,ασπίδα

set off => ξεκινώ, set in stone => σκαλισμένο στην πέτρα, set in motion => Θέτω σε κίνηση, set in => εγκατεστημένο σε, set gun => Όπλο,