Greek Meaning of pitch into

ορμάω

Other Greek words related to ορμάω

Definitions and Meaning of pitch into in English

Wordnet

pitch into (v)

hit violently, as in an attack

FAQs About the word pitch into

ορμάω

hit violently, as in an attack

προσέγγιση,βουτάω (μέσα),έχει,φως μέσα,Πλέω προς,αντιμετωπίζω,Σκίζω,Αναλαμβάνω,Σκαλίζω (σε ή μέσα),διεύθυνση

αποφεύγω,αποφεύγω,αποφεύγω,σκαλίζω,αδρανής,καθυστέρηση,ακαταστασία,μαϊμού (γύρω),παίξε,Αγγειοπλάστης (γύρω-γύρω)

pitch in => συνεισφέρειν, pitch contour => Μελωδικό περίγραμμα, pitch blackness => Μέλαινα, pitch apple => μέσπιλον, pitch accent => Τονική έμφαση,