FAQs About the word wrenching

σπαρακτικό

causing great physical or mental sufferingof Wrench

βασανιστικός,οδυνηρός,διογκωτικός,έντονο,έξαλλος,βασανίζοντας,βασανιστικός,οξύς,δάγκωμα,εξαίσιος

Επανασύνδεση

wrenched => διαστρεμμένο, wrench => κλειδί, wren warbler => Βάλας ο θαμνοψάλτης, wren => Κορυδαλούδι, wreke => εκδικώ,