FAQs About the word wrestler

παλαιστής

combatant who tries to throw opponent to the groundOne who wrestles; one who is skillful in wrestling.

μάχη,Παλεύω,μάχη,καβγάς,μάχη,διαγωνίζομαι,μονομαχία,χτύπημα,γροθιά,πάλη

αδιαφορία,παραβλέπω,ελαφρύ,απολύω,απορρίπτω,κακά,υποτιμώ

wrestled => πάλεψε, wrestle => πάλη, wresting => πάλη, wrester => παλαιστής, wrested => wrest,