Greek Meaning of wrenched
διαστρεμμένο
Other Greek words related to διαστρεμμένο
Nearest Words of wrenched
Definitions and Meaning of wrenched in English
wrenched (imp. & p. p.)
of Wrench
FAQs About the word wrenched
διαστρεμμένο
of Wrench
σπασμωδικός,μαδημένο,τραβηγμένο,τράβηξε,τραβάω,εξαγόμενος,έσπασε,αφαιρέθηκε,Στριμμένο,wrest
Επανατοποθετημένος
wrench => κλειδί, wren warbler => Βάλας ο θαμνοψάλτης, wren => Κορυδαλούδι, wreke => εκδικώ, wreeke => εκδικώ,