FAQs About the word wrenched

διαστρεμμένο

of Wrench

σπασμωδικός,μαδημένο,τραβηγμένο,τράβηξε,τραβάω,εξαγόμενος,έσπασε,αφαιρέθηκε,Στριμμένο,wrest

Επανατοποθετημένος

wrench => κλειδί, wren warbler => Βάλας ο θαμνοψάλτης, wren => Κορυδαλούδι, wreke => εκδικώ, wreeke => εκδικώ,