FAQs About the word jimmied

τσακισμένος

a short crowbar, to force open with or as if with a jimmy, a short crowbar used by burglars

έσπασε,τραβηγμένο,Χρεοκοπημενος,διαιρεμένος,μοχλό,ανυψωμένος,εκτιμημένος,Χώρισαν,αποσπασμένος,ανεμπλοκή

συνδεδεμένος,προσχώρησε

jimjams => Πυτζάμες, jim-dandy => Τζιμ-νταντι, jim-dandies => όμορφοι νεαροί, jillions => δισεκατομμύρια, jigs => Τζιγ,