Greek Meaning of mouthing (off)
λέγοντας (ανοησίες)
Other Greek words related to λέγοντας (ανοησίες)
Nearest Words of mouthing (off)
- mouthing (down) => μορφάζω (κάτω)
- mouthed (off) => Μιλάω άσχημα
- mouthed (down) => στόμα (κάτω)
- mouth (off) => στόμα (κλειστό)
- mouth (down) => στόμα (κάτω)
- moustachioed => με μουστάκι
- mousiness => μπόχα ποντικού
- mousily => αθόρυβα
- mousetrapping => παγίδα για ποντίκια
- mousetrapped => παγιδευμένος σε ποντικοπαγίδα
Definitions and Meaning of mouthing (off) in English
mouthing (off)
to talk in a loud, unpleasant, or rude way
FAQs About the word mouthing (off)
λέγοντας (ανοησίες)
to talk in a loud, unpleasant, or rude way
ανακοινώνω,απαγγέλλουσας,ομιλία,μιλώντας,ομιλώντας,διαφημίσεις,παρενόχληση,ομιλητής,ρητορικός,κήρυγμα
No antonyms found.
mouthing (down) => μορφάζω (κάτω), mouthed (off) => Μιλάω άσχημα, mouthed (down) => στόμα (κάτω), mouth (off) => στόμα (κλειστό), mouth (down) => στόμα (κάτω),