FAQs About the word moved (to)

μετακινήθηκε στο

μετακόμισε (σε),κατοικημένος,αποικισμένος,κατοικημένο

Άδειος,ακατοίκητος

moveables => κινητά πράγματα, move (to) => μετακίνηση (προς), moutons => Πρόβατα, mouthy => θρασύς, mouthwatering => Νόστιμο,