Greek Meaning of populated
κατοικημένο
Other Greek words related to κατοικημένο
Nearest Words of populated
- populated area => κατοικημένη περιοχή
- population => πληθυσμός
- population commission => επιτροπή πληθυσμού
- population control => Έλεγχος γονιμότητας
- population growth => αύξηση πληθυσμού
- population profile => Προφίλ πληθυσμού
- population scientist => Επιστήμωνας πληθυσμού
- population shift => μετατόπιση του πληθυσμού
- populism => λαϊκισμός
- populist => λαϊκιστής
Definitions and Meaning of populated in English
populated (s)
furnished with inhabitants
FAQs About the word populated
κατοικημένο
furnished with inhabitants
κατοικημένος,αποικισμένος,κατοικημένος,εγκαταστημένος,μετακινήθηκε στο
Άδειος,ακατοίκητος
populate => κατοικώ, popularly => δημοφιλής, popularizer => δημοσιοποιητής, popularize => δημοσιοποιώ, popularization => λαϊκοποίηση,