Greek Meaning of populist
λαϊκιστής
Other Greek words related to λαϊκιστής
Nearest Words of populist
- populism => λαϊκισμός
- population shift => μετατόπιση του πληθυσμού
- population scientist => Επιστήμωνας πληθυσμού
- population profile => Προφίλ πληθυσμού
- population growth => αύξηση πληθυσμού
- population control => Έλεγχος γονιμότητας
- population commission => επιτροπή πληθυσμού
- population => πληθυσμός
- populated area => κατοικημένη περιοχή
- populated => κατοικημένο
- populist party => Λαϊκιστικό κόμμα
- populous => πολυπληθής
- populus => Λαός
- populus alba => Λεύκη η άργυρη
- populus balsamifera => Λεύκη
- populus canescens => λευκή λεύκη
- populus deltoides => Λεύκη
- populus grandidentata => Λεύκη η γιγαντόφυλλη
- populus heterophylla => Populus heterophylla
- populus tremula => Λεύκη η τρέμουσα
Definitions and Meaning of populist in English
populist (n)
someone who advocates the rights of the common people over those of the elite
populist (n.)
A member of the People's party.
FAQs About the word populist
λαϊκιστής
someone who advocates the rights of the common people over those of the eliteA member of the People's party.
σοσιαλιστής,δημοκράτης,ισότιμος,Ισοπεδωτής,επίπεδο,Κοινωνiκός Δημοκράτης
σνομπ,Μύτη
populism => λαϊκισμός, population shift => μετατόπιση του πληθυσμού, population scientist => Επιστήμωνας πληθυσμού, population profile => Προφίλ πληθυσμού, population growth => αύξηση πληθυσμού,