Greek Meaning of socialist
σοσιαλιστής
Other Greek words related to σοσιαλιστής
Nearest Words of socialist
- socialism => Σοσιαλισμός
- socialising => κοινωνικοποίηση
- socialiser => κοινωνικοποιώ
- socialised => κοινωνικοποιημένος
- socialise => κοινωνικοποιούμαι
- socialisation => Κοινωνικοποίηση
- social worker => Κοινωνικός λειτουργός
- social work => κοινωνική εργασία
- social welfare => κοινωνική πρόνοια
- social unit => Κοινωνική μονάδα
- socialist economy => Σοσιαλιστική οικονομία
- socialist labor party => Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα
- socialist party => Σοσιαλιστικό κόμμα
- socialist people's libyan arab jamahiriya => Σοσιαλιστική Λιβυκή Αραβική Τζαμαχιρία
- socialist republic of vietnam => Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ
- socialistic => σοσιαλιστικός
- socialite => κουτσομπόλα
- sociality => κοινωνικότητα
- socialization => Κοινωνικοποίηση
- socialize => εκοινωνικοποιώ
Definitions and Meaning of socialist in English
socialist (n)
a political advocate of socialism
socialist (a)
advocating or following the socialist principles
FAQs About the word socialist
σοσιαλιστής
a political advocate of socialism, advocating or following the socialist principles
κομμουνιστής,κομμουνιστής,Σύντροφος,μαρξιστικός, μαρξιστική,Κόκκινο,Μπολσεβίκος,εξτρεμιστής,αριστερός,αριστερόχειρας,Λενινιστής
Καπιταλιστής
socialism => Σοσιαλισμός, socialising => κοινωνικοποίηση, socialiser => κοινωνικοποιώ, socialised => κοινωνικοποιημένος, socialise => κοινωνικοποιούμαι,