Greek Meaning of socialised
κοινωνικοποιημένος
Other Greek words related to κοινωνικοποιημένος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of socialised
- socialise => κοινωνικοποιούμαι
- socialisation => Κοινωνικοποίηση
- social worker => Κοινωνικός λειτουργός
- social work => κοινωνική εργασία
- social welfare => κοινωνική πρόνοια
- social unit => Κοινωνική μονάδα
- social system => Κοινωνικό σύστημα
- social structure => Κοινωνική δομή
- social stratification => κοινωνική διαστρωμάτωση
- social status => κοινωνική θέση
- socialiser => κοινωνικοποιώ
- socialising => κοινωνικοποίηση
- socialism => Σοσιαλισμός
- socialist => σοσιαλιστής
- socialist economy => Σοσιαλιστική οικονομία
- socialist labor party => Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα
- socialist party => Σοσιαλιστικό κόμμα
- socialist people's libyan arab jamahiriya => Σοσιαλιστική Λιβυκή Αραβική Τζαμαχιρία
- socialist republic of vietnam => Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ
- socialistic => σοσιαλιστικός
Definitions and Meaning of socialised in English
socialised (s)
under group or government control
FAQs About the word socialised
κοινωνικοποιημένος
under group or government control
No synonyms found.
No antonyms found.
socialise => κοινωνικοποιούμαι, socialisation => Κοινωνικοποίηση, social worker => Κοινωνικός λειτουργός, social work => κοινωνική εργασία, social welfare => κοινωνική πρόνοια,