Greek Meaning of social work
κοινωνική εργασία
Other Greek words related to κοινωνική εργασία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of social work
- social welfare => κοινωνική πρόνοια
- social unit => Κοινωνική μονάδα
- social system => Κοινωνικό σύστημα
- social structure => Κοινωνική δομή
- social stratification => κοινωνική διαστρωμάτωση
- social status => κοινωνική θέση
- social station => Κοινωνικός σταθμός
- social service => Κοινωνική υπηρεσία
- social security number => αριθμός μητρώου κοινωνικής ασφάλισης
- social security administration => Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
- social worker => Κοινωνικός λειτουργός
- socialisation => Κοινωνικοποίηση
- socialise => κοινωνικοποιούμαι
- socialised => κοινωνικοποιημένος
- socialiser => κοινωνικοποιώ
- socialising => κοινωνικοποίηση
- socialism => Σοσιαλισμός
- socialist => σοσιαλιστής
- socialist economy => Σοσιαλιστική οικονομία
- socialist labor party => Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα
Definitions and Meaning of social work in English
social work (n)
any of various services designed to aid the poor and aged and to increase the welfare of children
FAQs About the word social work
κοινωνική εργασία
any of various services designed to aid the poor and aged and to increase the welfare of children
No synonyms found.
No antonyms found.
social welfare => κοινωνική πρόνοια, social unit => Κοινωνική μονάδα, social system => Κοινωνικό σύστημα, social structure => Κοινωνική δομή, social stratification => κοινωνική διαστρωμάτωση,