FAQs About the word socialiser

κοινωνικοποιώ

a person who takes part in social activities

No synonyms found.

No antonyms found.

socialised => κοινωνικοποιημένος, socialise => κοινωνικοποιούμαι, socialisation => Κοινωνικοποίηση, social worker => Κοινωνικός λειτουργός, social work => κοινωνική εργασία,