Greek Meaning of marxist

μαρξιστικός, μαρξιστική

Other Greek words related to μαρξιστικός, μαρξιστική

Definitions and Meaning of marxist in English

Wordnet

marxist (n)

an advocate of Marxism

emotionally charged terms used to refer to extreme radicals or revolutionaries

Wordnet

marxist (a)

following the ideas of Marx and Engels

FAQs About the word marxist

μαρξιστικός, μαρξιστική

an advocate of Marxism, emotionally charged terms used to refer to extreme radicals or revolutionaries, following the ideas of Marx and Engels

Μπολσεβίκος,αριστερός,Λενινιστής,μαοϊκός,Σταλινικός,τροτσκιστής,τροτσκιστής,κομμουνιστής,εξτρεμιστής,αριστερόχειρας

Καπιταλιστής

marxism-leninism => Μαρξισμός-Λενινισμός, marxism => Μαρξισμός, marx brothers => αδέρφια Μαρξ, marx => Μαρξ, marvin neil simon => Μάρβιν Νιλ Σάιμον,