Greek Meaning of commie

κομμουνιστής

Other Greek words related to κομμουνιστής

Definitions and Meaning of commie in English

Wordnet

commie (n)

a socialist who advocates communism

FAQs About the word commie

κομμουνιστής

a socialist who advocates communism

κομμουνιστής,σοσιαλιστής,Σύντροφος,μαρξιστικός, μαρξιστική,Κόκκινο,Μπολσεβίκος,εξτρεμιστής,αριστερός,αριστερόχειρας,Λενινιστής

Καπιταλιστής

commercially => εμπορικά, commercialized => εμπορευματοποιημένα, commercialize => εμπορευματοποιώ, commercialization => Εμπορευματοποίηση, commercialism => εμπορευματοποίηση,