FAQs About the word commercialisation

εμπορευματοποίηση

the act of commercializing something; involving something in commerce

No synonyms found.

No antonyms found.

commercial-grade => εμπορικού βαθμού, commercial treaty => εμπορική συνθήκη, commercial traveller => Εμπορικός ταξιδιώτης, commercial traveler => εμπορικός ταξιδιώτης‎, commercial paper => εμπορικό χαρτί,