Greek Meaning of commercial loan
εμπορικό δάνειο
Other Greek words related to εμπορικό δάνειο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of commercial loan
- commercial letter of credit => Εμπορική εγγυητική επιστολή
- commercial law => Εμπορικό δίκαιο
- commercial instrument => εμπορικό εργαλείο
- commercial finance company => Εταιρεία εμπορικής χρηματοδότησης
- commercial enterprise => Εμπορική επιχείρηση
- commercial document => Εμπορικό έγγραφο
- commercial credit company => Εμπορική πιστωτική εταιρεία
- commercial credit => εμπορική πίστωση
- commercial bribery => εμπορικός δωροδοκία
- commercial bank => Εμπορική τράπεζα
- commercial message => διαφημιστικό μήνυμα
- commercial paper => εμπορικό χαρτί
- commercial traveler => εμπορικός ταξιδιώτης
- commercial traveller => Εμπορικός ταξιδιώτης
- commercial treaty => εμπορική συνθήκη
- commercial-grade => εμπορικού βαθμού
- commercialisation => εμπορευματοποίηση
- commercialise => εμπορευματοποιείν
- commercialised => εμπορευματοποιημένο
- commercialism => εμπορευματοποίηση
Definitions and Meaning of commercial loan in English
commercial loan (n)
a bank loan granted for the use of a business
FAQs About the word commercial loan
εμπορικό δάνειο
a bank loan granted for the use of a business
No synonyms found.
No antonyms found.
commercial letter of credit => Εμπορική εγγυητική επιστολή, commercial law => Εμπορικό δίκαιο, commercial instrument => εμπορικό εργαλείο, commercial finance company => Εταιρεία εμπορικής χρηματοδότησης, commercial enterprise => Εμπορική επιχείρηση,