Greek Meaning of mouth (down)

στόμα (κάτω)

Other Greek words related to στόμα (κάτω)

Definitions and Meaning of mouth (down) in English

mouth (down)

No definition found for this word.

FAQs About the word mouth (down)

στόμα (κάτω)

τρώω πολύ,καταναλίσκω,χωνεύω,τρώω,υπερβολή (σε),ροκανίζω,καταβροχθίζω (πάνω ή κάτω),τσιμπολογώ,Συμμετέχει σε,επιλέγω (κάτι)

No antonyms found.

moustachioed => με μουστάκι, mousiness => μπόχα ποντικού, mousily => αθόρυβα, mousetrapping => παγίδα για ποντίκια, mousetrapped => παγιδευμένος σε ποντικοπαγίδα,