FAQs About the word gormandize

Λαιμαργία

overeat or eat immodestly; make a pig of oneselfTo eat greedily; to swallow voraciously; to feed ravenously or like a glutton.

γιορτή,φαράγγι,καταβροχθίζω,περίσσευμα,Φορτώνω,Tρώω πολύ,Καταβροχθίζω (αργκό),πίνολα,λύκος,τραπέζωμα

διαλέγω,γεύση,μπουκιά,ράμφισμα

gormandism => λαιμαργία, gormandise => λαγνεία, gormander => Γκορμάντα, gormand => λαιμάργος, gorma => γκόρμα,