FAQs About the word orating

ρητορικός

to speak as if giving an oration, to speak in an elevated and often pompous manner

απαγγέλλουσας,ομιλία,παρενόχληση,μιλώντας,ομιλώντας,ανακοινώνω,ομιλητής,λέγοντας (ανοησίες),κήρυγμα,παραλήρημα

No antonyms found.

orated => διακοσμημένος, oracles => μάντεις, or up) => ή πάνω), or into) => ή, opulences => λαμπρότητα,