Greek Meaning of huffish

γκρινιάρης

Other Greek words related to γκρινιάρης

Definitions and Meaning of huffish in English

Wordnet

huffish (s)

sullen or moody

Webster

huffish (a.)

Disposed to be blustering or arrogant; petulant.

FAQs About the word huffish

γκρινιάρης

sullen or moodyDisposed to be blustering or arrogant; petulant.

αλαζόνας,καβαλάρης,ανώτερος,υποτιθέμενος,φαντασμένος,με στήθος,κυρίαρχος,κυρίαρχος,Αφέντης,Υπερόπτης

ντροπαλός,ταπεινός,ταπεινός,σεμνός,ντροπιασμένος,συρρίκνωση,ντροπαλός,ήρεμος,ντροπαλός,ανεπιτήδευτος

huffingly => φυσομανώντας, huffing => σνιφάρισμα, huffiness => οργή, huffily => πειραγμένα, huffer => Χάφερ,