Greek Meaning of cavalier
καβαλάρης
Other Greek words related to καβαλάρης
- αλαζόνας
- υποτιθέμενος
- αυταρχικός
- φαντασμένος
- με στήθος
- κυρίαρχος
- Αφέντης
- Υπερόπτης
- υψηλοπετών
- υπερόπτης
- αυταρχικός
- γκρινιάρης
- θυμωμένος
- αυταρχικός
- σημαντικός
- εύγενος
- αριστοτεχνικός
- υπεροπτικός
- αυταρχικός
- πομπώδης
- αυθάδης
- επιτηδευμένος
- εγωιστής
- μυγιάγγιχτος
- υποτιμητικός
- ανώτερος
- αλαζόνας
- υπερόπτης
- χαι-χατ
- υποθέτοντας
- αλαζονικός
- θυελλώδης
- θυελλώδης
- καυχησιάρης, αλαζόνας
- βομβαρδιστικός
- αυταρχικός
- φανφαρόνος
- θρασύς
- καυχησιάρης
- εφησυχασμένος
- ματαιόδοξος
- υποτιμητικός
- περιφρονητικός
- κυρίαρχος
- εγωκεντρικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εγωιστικός
- εξωστρεφής
- εξωστρεφής
- φανταχτερός
- άσεμνος
- αναιδής
- Θρασύς
- υπέροχος
- αυστηρός
- ναρκισσιστής
- προστατευτικός
- Ποντιφικός
- υπερήφανος
- υπερήφανος
- θρασύς
- σίγουρος για τον εαυτό του
- διεκδικητικός
- εγωκεντρικός
- εγωϊστικός
- αυτάρεσκος
- Σνομπ
- σνομπ
- Αλαζόνας
- Ακατάδεκτος
- φαντασμένος
- απελευθερωμένος
- Ανέκφραστος
- μάταιος
- μάταιος
- υβριστικός
- απίστευτα σημαντικό
- αλαζονικός
- ντροπαλός
- διστακτικός
- ταπεινός
- ταπεινός
- σεμνός
- ντροπιασμένος
- ντροπαλός
- ήρεμος
- ντροπαλός
- ανεπιτήδευτος
- συγκαταβατικός
- συμβατός
- σεβαστικός
- κόσμιος
- Εσωστρεφής
- ποντίκι
- Τον ποντικό
- Υπερβολικά σεμνός
- παθητικός
- ήσυχος
- συρρίκνωση
- υποτακτικός
- μη επιθετικός
- μη διεκδικητικός
- μετριόφρων
- Διακριτικός
- υποχωρητικός
- μη αλαζονικός
- συρρικνωμένος
- κρατημένος
- συνταξιοδότηση
- σκυφτός
- Αυτοκριτικός
- αμφίθυμος
Nearest Words of cavalier
Definitions and Meaning of cavalier in English
cavalier (n)
a gallant or courtly gentleman
a royalist supporter of Charles I during the English Civil War
cavalier (s)
given to haughty disregard of others
cavalier (n.)
A military man serving on horseback; a knight.
A gay, sprightly, military man; hence, a gallant.
One of the court party in the time of king Charles I. as contrasted with a Roundhead or an adherent of Parliament.
A work of more than ordinary height, rising from the level ground of a bastion, etc., and overlooking surrounding parts.
cavalier (a.)
Gay; easy; offhand; frank.
High-spirited.
Supercilious; haughty; disdainful; curt; brusque.
Of or pertaining to the party of King Charles I.
FAQs About the word cavalier
καβαλάρης
a gallant or courtly gentleman, a royalist supporter of Charles I during the English Civil War, given to haughty disregard of othersA military man serving on ho
αλαζόνας,υποτιθέμενος,αυταρχικός,φαντασμένος,με στήθος,κυρίαρχος,Αφέντης,Υπερόπτης,υψηλοπετών,υπερόπτης
ντροπαλός,διστακτικός,ταπεινός,ταπεινός,σεμνός,ντροπιασμένος,ντροπαλός,ήρεμος,ντροπαλός,ανεπιτήδευτος
cavalero => καβαλάρης, cavalcade => καβαλκάδα, cautiousness => προσοχή, cautiously => προσεκτικά, cautious statement => Πρόσεκτική δήλωση,