Greek Meaning of fulminating
εκρηκτικός
Other Greek words related to εκρηκτικός
Nearest Words of fulminating
Definitions and Meaning of fulminating in English
fulminating (p. pr. & vb. n.)
of Fulminate
fulminating (a.)
Thundering; exploding in a peculiarly sudden or violent manner.
Hurling denunciations, menaces, or censures.
FAQs About the word fulminating
εκρηκτικός
of Fulminate, Thundering; exploding in a peculiarly sudden or violent manner., Hurling denunciations, menaces, or censures.
σνιφάρισμα,μαινόμενος,αλαζονικός,έξαλλος,παραλήρημα,ξεχύνοντας,Βροντερός,καυχιέμαι,φυσώντας,ανοίγω το στόμα μου και τα λέω
γογγύζοντας,μουρμούρισμα,ψίθυρος,αναπνοή,βόγκημα,μιλάω ακατάληπτα
fulminated => φουλμινισμένος, fulminate of mercury => Φουλμινικό υδράργυρο, fulminate => φουλμινάτο, fulminant => βίαιος, fulmiaic => φουλμινικό,